- απερίγραπτος
- -η, -ο (Μ ἀπερίγραπτος, -ον)αυτός που δεν είναι δυνατόν να περιγραφεί ή να προσδιοριστεί, που βρίσκεται πέρα από κάθε περιγραφή (αποδίδεται στον Θεό) «Άναρχε, αόρατε... απερίγραπτε»νεοελλ.(με κακή σημασία) πρωτοφανής, ανήκουστοςμσν.έγκυρος («απερίγραπτος διαθήκη»).
Dictionary of Greek. 2013.