απερίγραπτος

απερίγραπτος
-η, -ο (Μ ἀπερίγραπτος, -ον)
αυτός που δεν είναι δυνατόν να περιγραφεί ή να προσδιοριστεί, που βρίσκεται πέρα από κάθε περιγραφή (αποδίδεται στον Θεό) «Άναρχε, αόρατε... απερίγραπτε»
νεοελλ.
(με κακή σημασία) πρωτοφανής, ανήκουστος
μσν.
έγκυρος («απερίγραπτος διαθήκη»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • απερίγραπτος, -η, -ο — και φτος, η, ο επίρρ. α εκείνος που δεν περιγράφηκε ή δεν μπορεί να περιγραφεί: Ο ενθουσιασμός του συγκεντρωμένου πλήθους είναι απερίγραπτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀπερίγραπτος — not cancelled masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπεριγράπτως — ἀπερίγραπτος not cancelled adverbial ἀπερίγραπτος not cancelled masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπερίγραπτον — ἀπερίγραπτος not cancelled masc/fem acc sg ἀπερίγραπτος not cancelled neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπεριγράπτου — ἀπερίγραπτος not cancelled masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπεριγράπτους — ἀπερίγραπτος not cancelled masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπεριγράπτων — ἀπερίγραπτος not cancelled masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπεριγράπτῳ — ἀπερίγραπτος not cancelled masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπερίγραπτα — ἀπερίγραπτος not cancelled neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπερίγραπτοι — ἀπερίγραπτος not cancelled masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”